La noria
La
tarde caía
triste
y polvorienta.
El
agua cantaba
su
copla plebeya
en
los cangilones
de
la noria lenta.
Soñaba
la mula,
¡pobre
mula vieja!,
al
compás de sombra
que
en el agua suena.
La
tarde caía
triste
y polvorienta.
Yo
no sé qué noble,
divino
poeta,
unió
a la amargura
de
la eterna rueda
la
dulce armonía
del
agua que sueña,
y
vendó tus ojos
¡pobre
mula vieja!...
Mas
sé que fue un noble,
divino
poeta,
corazón
maduro
de
sombra y de ciencia.
Το μαγγάνι
Έπεφτε τ' απόγιομα
μουντό και σκονισμένο
και το νερό τραγούδαγε
τον λαϊκό σκοπό του
στους κουβάδες που έσερνε
αργό ένα μαγγάνι.
Η μούλα ονειρεύονταν,
φτωχή γέρικη μούλα!
στης άγριας θλίψης το ρυθμό
που στο νερό αντηχεί.
Έπεφτε τ' απόγιομα
μουντό και σκονισμένο
Δε ξέρω εγώ ποιος ευγενής,
ποιος θείος ποιητής
στην πίκρα εσφιχτόδεσε
του αιώνιου τροχού
την αρμονία τη γλυκεία
του ονείρου του νερού,
και τα δυο μάτια σου 'φραξε
φτωχή, γέρικη μούλα!
Μα ξέρω ήταν ευγενής
και θεϊκός ποιητής,
ωριμασμένη μια καρδιά
σε θλίψη και σε γνώση.
TRADUCCION:ANGELIKI PATERA
A un olmo seco
Al olmo viejo, hendido
por el rayo
y en su mitad podrido,
con las lluvias de abril
y el sol de mayo,
algunas hojas verdes le
han salido.
¡El
olmo centenario en la colina
que
lame el Duero! Un musgo amarillento
le
mancha la corteza blanquecina
al
tronco carcomido y polvoriento.
No
será, cual los álamos cantores
que
guardan el camino y la ribera,
habitado
de pardos ruiseñores.
Ejército
de hormigas en hilera
va
trepando por él, y en sus entrañas
urden
sus telas grises las arañas.
Antes
que te derribe, olmo del Duero,
con
su hacha el leñador, y el carpintero
te
convierta en melena de campana,
lanza
de carro o yugo de carreta;
antes
que rojo en el hogar, mañana,
ardas
de alguna mísera caseta,
al
borde de un camino;
antes
que te descuaje un torbellino
y
tronche el soplo de las sierras blancas;
antes
que el río hasta la mar te empuje
por
valles y barrancas,
olmo,
quiero anotar en mi cartera
la
gracia de tu rama verdecida.
Mi
corazón espera
también,
hacia la luz y hacia la vida,
otro
milagro de la primavera.
Soria,
1912, 4 de mayo
Σε μια ξερή φτελιά
Σκισμένης απ' τον κεραυνό και
μισοσαπισμένης
από τ' Απρίλη τις βροχές και
του Μαγιού τον ήλιο
μιας γριάς φτελιάς της
φύτρωσαν χλωρά, πράσινα φύλλα.
Α! η εκατοχρονίτισσα φτελιά
πάνω στο λόφο
που του Duero τα
νερά αιώνες τώρα γλείφουν!
Λεκιάζουνε κιτρινωπά μούσκλια
τη γκρίζα φλούδα
του σκονισμένου της κορμού,
τρύπιου από το σαράκι.
Αηδόνια σκουροκάστανα δεν θα
την κατοικήσουν
όπως τις λεύκες που φυλούν την
δημοσιά, την όχθη
σκοπούς τ' ανέμου μυστικούς
σιγανοτραγουδώντας.
Πάνω της σκαρφαλώνουνε στρατός
από μυρμήγκια
που ένα το άλλο ακολουθεί, ενώ
στα σωθικά της
οι αράχνες όλο υφαίνουνε τα
γκρίζα τους τα πέπλα.
Φτελιά του Duero θέλω πριν να σε ξαπλώσει χάμω
του ξυλοκόπου η τσεκουριά,
πριν στήριγμα καμπάνας
κάρου ρυμό ή καροτσιού σε κάνει
ο μαραγκός
Πριν αύριο σε φτωχόσπιτου,
στην άκρια του δρόμου
ανάψεις ολοπόρφυρη στη φλόγα
του τζακιού
πριν κάποιος σίφουνας γερός σε
βγάλει από τη ρίζα
και τα φυσούνια των λευκών
οροσειρών σε σπάσουν
πριν το ποτάμι από γκρεμούς
και πεδινά σε σπρώξει
στου πελάγου την αγκαλιά, να ιστορήσω
θέλω
με λόγια απλά σε ένα χαρτί του
πρασινοντυμένου κλαδιού σου την εξαίσια την ομορφιά και χάρη.
Όμοια η καρδιά μου προς το φως
και τη ζωή στραμμένη
εν' άλλο θάμα καρτερεί η Άνοιξη
να φέρει.
TRADUCCION:ANGELIKI
PATERA